είμμα

είμμα
το (Α λεῑμμα, -ατος) [λείπω]
υπόλοιπο, υπόλειμμα («ὁρᾷ τοῡ παιδὸς τὰ λείμματα», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μουσ. η μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων
2. (στη ρυθμική) η ελάχιστη ανάπαυλα
3. ιατρ. διάλειψη, διακοπή τού πυρετού
4. έλλειμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”